ἱππείων

ἱππείων
ἵππειος
of a horse
fem gen pl
ἵππειος
of a horse
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σόβη — ἡ, ΜΑ η ουρά τού ίππου, ιδίως το μέρος τής ουράς όπου βρίσκονται οι τρίχες με τις οποίες αυτός διώχνει τις μύγες αρχ. 1. η ουρά τού βοδιού 2. τρίχωμα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐξ ἱππείων τριχῶν λόφος περικεφαλαίας». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”